Δεν υπάρχει σεξουαλική σχέση

Εισαγωγή στη βραδιά 

Christiane Alberti  

Η βραδιά αυτή, η βραδιά της AMP, όπως λέμε, λαμβάνει πάντα χώρα με την ευκαιρία της συνεδρίασης του Συμβουλίου της AMP. Το περιεχόμενό της διαφέρει ανάλογα με τις περιστάσεις, και φέτος επιλέξαμε να είναι η βραδιά έναρξης του 15ου Συνεδρίου της AMP. Θα αποτελέσει, λοιπόν, μια αφορμή για να μας παρουσιάσει ο διευθυντής του, ο Ρικάρντο Σέλντες, πώς προετοιμάζεται αυτό το συνέδριο, σε ποιους απευθύνεται, τις πρακτικές του λεπτομέρειες και, κυρίως, ορισμένα επιχειρήματα που θα μας ανοίξουν την όρεξη.

 Θα παρέμβουν, επίσης, μέλη του Συμβουλίου της AMP καθώς και συνάδελφοι οι οποίοι συμμετέχουν στις επιτροπές που εργάζονται ήδη εδώ και αρκετούς μήνες.

Ο τίτλος του Συνεδρίου «Δεν υπάρχει σεξουαλική σχέση» δίνει αμέσως έδαφος για ένα σχόλιο: είναι η πρώτη φορά που ο όρος «σεξουαλικό» εμφανίζεται στον τίτλο ενός συνεδρίου της AMP. Μας δίνεται λοιπόν η ευκαιρία να αναρωτηθούμε τι ήταν αυτό που προκάλεσε το σκάνδαλο της φροϋδικής ανακάλυψης, αλλά και την επιτυχία της, αν σκεφτούμε ότι ο Φρόυντ συνέβαλε στη διάλυση της πολιτισμένης σεξουαλικής ηθικής, φέρνοντας στο προσκήνιο τη σημασία του σεξουαλικού στην ψυχική οικονομία και φτάνοντας, μάλιστα, μέχρι το σημείο να αναδείξει την παιδική σεξουαλικότητα. Επέκτεινε τη σημασία του όρου πολύ πέρα από τη ζωική συνουσία και τη γενετήσια λειτουργία, θεωρώντας, για παράδειγμα, ότι, στην παιδική σεξουαλικότητα (αναφερόμενος στον παιδίατρο Λίντνερ),[1] πρέπει να δούμε πρότυπο της σεξουαλικής ενόρμησης στο πιπίλισμα: μια αρχέγονη, πρωταρχική διεκδίκηση της ηδονής, ανεξάρτητη από τη ζωτική ανάγκη, μια κατάσταση του σιωπηλού σώματος σε σχέση με τον εαυτό του. Όπως γράφει, με ρηξικέλευθο τρόπο, στο κείμενό του «Η “πολιτισμένη” σεξουαλική ηθική…»: «η σεξουαλική ενόρμηση δεν κάνει παρά του κεφαλιού της».[2]

Από την εποχή του Φρόυντ, έχει επέλθει μια ριζική αλλαγή στη σεξουαλικότητα. Η σεξουαλικότητα είναι πανταχού παρούσα, ορατή, εξαπλωμένη παντού στο διαδίκτυο και στα κοινωνικά δίκτυα. Ο Λακάν είχε ήδη επισημάνει, λίγο πριν το 1968, στη Διδασκαλία μου, το γεγονός ότι η πραγματική αλλαγή έγκειται σαφώς εδώ: η σεξουαλικότητα έχει χάσει κάτι από τη λαθραία, παραβατική απόλαυσή της και έχει δώσει τη θέση της σε μια σεξουαλικότητα που έχει κάτι το «πολύ πιο δημόσιο […], πλήρως εκτεθειμένο σε κοινή θέα».[3]
Ως εκ τούτου, τα υποκείμενα απαλλάσσονται από ένα μερίδιο της ιδιωτικότητας και της μυστικότητάς τους και μοιάζουν να ωθούνται, εκτός εαυτού, προς τη δημόσια σκηνή. Αυτό είναι ακόμη πιο εμφανές σήμερα, την εποχή που η σεξουαλικότητα αναπτύσσεται σε ψηφιακούς χώρους.

Μια πρόσφατη, πολύ εμπεριστατωμένη έρευνα του INSERM σχετικά με την εξέλιξη της σεξουαλικότητας των Γάλλων ηλικίας 15 έως 89 ετών δημοσίευσε προσφάτως ορισμένα αξιοσημείωτα συμπεράσματα.[4]

Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν κατ’ αρχάς κάποιες ήδη γνωστές τάσεις: ορισμένες μείζονες αλλαγές που αφορούν την προώθηση του μοντέλου της ισότητας μεταξύ των φύλων και των σεξουαλικοτήτων, καθώς και βαθιές ανατροπές των οικογενειακών δομών, την ώρα που ο νόμος διευρύνει την πρόσβαση στον γάμο και στη γονεϊκότητα.

Το πιο ενδιαφέρον είναι αυτό που εντοπίζεται ως νέο και προσδιορίζεται ως «σύγχρονο παράδοξο της σεξουαλικότητας».[5] Χαρακτηρίζεται από μια μεγαλύτερη ποικιλία σεξουαλικής δραστηριότητας —αύξηση του πλήθους των συντρόφων, διεύρυνση του σεξουαλικού «ρεπερτορίου» (λιγότερη διείσδυση και περισσότερος αυνανισμός)—,  ταυτόχρονα όμως με μια μείωση της συχνότητας των σεξουαλικών επαφών. Οι ίδιες τάσεις παρατηρούνται εξίσου και σε άλλες χώρες (Γερμανία, ΗΠΑ, Φινλανδία, Ιαπωνία, Ηνωμένο Βασίλειο).

Κατά κάποιον τρόπο, αυτά τα στοιχεία δεν είναι άσχετα με όσα συναντούμε όταν τα υποκείμενα απευθύνονται στην ψυχανάλυση. Ισχύουν ιδίως για τα υποκείμενα που, μέσα στην ξέφρενη πολλαπλότητα των συντρόφων και υπό την επιταγή μιας άμεσης και διαρκούς απόλαυσης, παραδίδονται, όχι στο πεπρωμένο του ασυνειδήτου, αλλά σε μια κατανάλωση στο πλαίσιο της οποίας ακυρώνεται κάθε διχασμός μέσα σε μια καθαρά σωματική εξάρτηση· η σεξουαλικότητα εντάσσεται έτσι στο καθεστώς των εξαρτήσεων, ως μια ακόμη μορφή πλήρωσης του κενού. Με την πράξη [acting] το υποκείμενο αμύνεται ενάντια στην ντροπή.

Αλλά υπάρχουν και οι περιπτώσεις όπου η σεξουαλικότητα τίθεται σε απόσταση υπό τη μορφή του αδελφικού ζεύγους, του κατοπτρικού ντουέτου, με το οποίο η αυταπάτη ότι γίνονται ένα φτάνει στο αποκορύφωμά της, τη στιγμή που τα υποκείμενα αποφεύγουν ή αρνούνται τα μπερδέματα του έρωτα και της επιθυμίας.

Κατά μία έννοια, ο Λακάν μας δίνει έναν τρόπο ανάγνωσης αυτού του παράδοξου μέσω εκείνου που ονομάζει, στο 11ο Σεμινάριο, «αποσεξουαλικοποίηση».[6] Σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο όπου το έχειν υπερισχύει του είναι, όπου το αντικείμενο κάνει κουμάντο, οι σύγχρονοι παρατηρητές θεωρούν ότι η ερωτική τάξη ευθυγραμμίζεται με τις επιταγές της αγοράς, με τρόπο, ας πούμε, αποσωματικοποιημένο, αποστασιοποιημένο. Ο Λακάν μάς δίνει μια διαφορετική, λιγότερο απλουστευτική ανάγνωση, αποσαφηνίζοντας με μεγαλύτερη ακρίβεια αυτό που συμβαίνει όταν τα αντικείμενα της πραγματικότητας υπερισχύουν έναντι του ενδόμυχου αιτίου του υποκειμένου.
Αναφέρει, σχετικά με το στοματικό αντικείμενο, ότι η ερωτικοποιημένη ζώνη έχει αξία για την ενορμητική ικανοποίηση μόνο στο μέτρο που άλλες, αποσεξουαλικοποιημένες ζώνες αποκλείονται. Τι συμβαίνει όμως στην αντίστροφη κίνηση, όταν το ίδιο το σεξουαλικό αντικείμενο, ο ερωτικός σύντροφος, κατρακυλάει προς την πλευρά της πραγματικότητας; Το υποκείμενο, μας λέει ο Λακάν, εισέρχεται τότε σε μια ζώνη πτώσης που ονομάζεται λειτουργία της πραγματικότητας. Η πραγματικότητα υπερισχύει έναντι του ενορμητικού πραγματικού, το κρέας υπερισχύει έναντι του σώματος. Δεν μπορούμε άραγε να δούμε εδώ ένα κλειδί για την ανάγνωση της σύγχρονης απογοήτευσης ή του κυνισμού σε σχέση με το σεξουαλικό;

Το υπόλοιπο της έρευνας αναδεικνύει σε ποιο βαθμό το ζήτημα της σεξουαλικής επίθεσης επέχει μια κεντρική θέση: έχει γίνει ένα βήμα προς την κατεύθυνση μιας κουλτούρας του συμβολαίου, ιδίως για τη διασφάλιση της συναίνεσης.[7] Πρέπει να ξαναδιαβάσουμε το «Ο Καντ με τον Σαντ»[8] για να κατανοήσουμε ότι μια βασισμένη στα συμβόλαια κοινωνία, αντί να εμποδίζει, ενθαρρύνει τον κυνισμό της απόλαυσης και των νέων «νόμων της φιλοξενίας», όπως η εναλλαγή συντρόφων [mélangisme/swinging].

Σήμερα, το φαντασιακό της αντιπαλότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών τείνει να συρρικνωθεί στον τρόπο της αντιπαράθεσης, σε μια ριζοσπαστικότητα που δεν γνωρίζει λεπτές διαφοροποιήσεις. Μέσα από αυτές τις διεκδικήσεις, υπερισχύει το καθεστώς της απόλυτης ισότητας των υποκειμένων εις βάρος της διαφοροποίησης της ανδρικής και γυναικείας απόλαυσης, εις βάρος, δηλαδή, της διαφοροποίησης της απόλαυσης εν γένει, διαμέσου της αυταπάτης μίας κοινής, βασισμένης στις ταυτότητες απόλαυσης. Στη βάση βρίσκεται το αξίωμα του διαχωρισμού των φύλων, που αφήνει τον καθένα στην ενορμητική μοναξιά του. Το ζήτημα είναι η  αποδέσμευση από τον Άλλο, που είναι πάντα ύποπτος για βία,[9] για τον βιασμό τού είναι. Η ασυμμετρία με τον μεγάλο Άλλο καταγγέλλεται ως σχέση κυριαρχίας, ενώ αντίθετα ο Λακάν υποστηρίζει ότι μόνο το τεχνούργημα [artefact] του Άλλου καθιστά εφικτό αυτό που είναι της τάξης του σεξουαλικού, της σεξουαλικοποιημένης σχέσης.[10]

Ας μη γελιόμαστε: αυτή η  τάση προς τον διαχωρισμό δεν αναδεικνύει τη μη-σχέση, αλλά την αποσεξουαλικοποιεί, υπαγορεύοντας ποια θα έπρεπε να είναι η σεξουαλική σχέση, κάνοντάς τη να υπάρχει μέσα στην άρνηση.

Χρειάζεται, έτσι, να επιστρέψουμε στο «δεν υπάρχει» του αφορισμού «δεν υπάρχει σεξουαλική σχέση». Ο Ζακ-Αλέν Μιλέρ το σχολιάζει ως εξής στη Συνομιλία της Αρκασόν: «Το “δεν υπάρχει” του Λακάν είναι η λευκή σελίδα, δεν είναι εγγεγραμμένο. Πρέπει να διακρίνουμε την άρνηση μιας ήδη γραμμένης πρότασης από τη μη-γραφή αυτής της πρότασης».[11] Ο Μιλέρ πρότεινε για αυτό μια γραφή που αναπαριστά την απουσία σεξουαλικής σχέσης απλώς με το σύμβολο του κενού συνόλου, και έγραψε από πάνω «το σίγμα του συμπτώματος». Σε αυτό το «δεν υπάρχει» έχουμε μια έλλειψη διαφορετική από εκείνη της διάκλεισης. Το «δεν υπάρχει σεξουαλική σχέση» δεν είναι μια τρύπα – είναι ένα καθαρό «δεν υπάρχει». Συνεπώς,  η σεξουαλική σχέση δεν υπάρχει με τρόπο που να είναι «εγγράψιμη, θεμελιώσιμη, ως σχέση».[12] Θα πρέπει λοιπόν εδώ να αναρωτηθούμε για την πραγματική αξία αυτού που γράφεται.

Ο Λακάν το διατυπώνει καθαρά στο «L’étourdit»: «Το “δεν υπάρχει σεξουαλική σχέση” δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει σχέση με το σεξουαλικό».[13] Το ότι δεν υπάρχει εγγράψιμη σεξουαλική σχέση είναι ακριβώς η προϋπόθεση για να υπάρξουν οι σχέσεις –να υπάρξει κάτι που να είναι της τάξης του σεξουαλικού–, αυτές οι σχέσεις που αποκαλύπτονται από τις ασυνείδητες συνδέσεις· αυτές που περνούν από την απόλαυση, το σώμα και τη γλώσσα, μέσα από την τεχνογνωσία του ασυνειδήτου αναφορικά με τη γλαλώσσα, με άλλα λόγια μέσα από το σύμπτωμα. Πρόκειται, άρα, για σχέσεις πάντοτε συμπτωματικές. Όσο ανοικτά κι αν εκδηλώνεται η σεξουαλικότητα, το σεξουαλικό εξακολουθεί να συνιστά σύμπτωμα. Δεν θα ξεμπερδέψουμε με αυτό. Εδώ είναι που η ψυχανάλυση καλείται να παίξει τον ρόλο της, ειδικά σε μια εποχή όπου το σύμπτωμα δεν βρίσκει θέση μέσα στους λόγους και αποεπενδύεται από το ίδιο το υποκείμενο.

Έτσι, ακολουθώντας έναν Λακάν που είναι συνδεδεμένος αντίθετα τη σύγχρονη ζωή, το συνέδριο αυτό θα διερευνήσει τις συνέπειες αυτού του «δεν υπάρχει» πάνω στους σύγχρονους μύθους της σεξουαλικής και ερωτικής ζωής. Στην εποχή του Ενός-ολομόναχου, εξακολουθεί η επιθυμία για τη δημιουργία ζεύγους να είναι επίκαιρη; Όταν πλέον κανείς δεν πιστεύει στο πρόγραμμα του «για τον καθένα υπάρχει κάπου το ταίρι του», παραμένει ο έρωτας μια προνομιούχος αναπλήρωση της μη-σχέσης; Ποιες είναι οι άλλες μορφές αναπλήρωσης που μας αποκαλύπτουν η κλινική και η πρακτική;

Η αδιαφάνεια του σεξουαλικού

«Η αχαλίνωτη σεξομανία δεν είναι παρά ένα διαφημιστικό κόλπο»,[14] έλεγε ο Λακάν στη συνέντευξή του στο περιοδικό Panorama. Είναι σαφές ότι η σεξομανία δεν πρόκειται να καταλύσει το μυστήριο της σεξουαλικότητας. Πράγματι, όσο κι αν αυτή παίρνει ψηφιακή μορφή, όπως το διατύπωσε ο Ερίκ Λοράν, «[το] πρόγραμμα της απόλαυσης δεν είναι εικονικό».[15]

Στο Σεμινάριο Το Σύνθωμα είναι ακριβώς ο όρος της «σεξουαλικής αδιαφάνειας»[16] που τραβάει την προσοχή μας. Κάθε σκέψη, κάθε γνώση, λέει ο Λακάν, πρέπει να επανεξεταστεί με αφετηρία τη σεξουαλική πράξη· η γλώσσα καθαυτή σχετίζεται με το σεξουαλικό. Σε μια αδημοσίευτη συζήτηση του UFORCA για το Σύνθωμα,[17] ο Μιλέρ φωτίζει την εν λόγω αδιαφάνεια. Η αδιαφάνεια δεν δηλώνει εδώ την αδυναμία να μιλήσει κανείς για τη σεξουαλική επιθυμία. Παρουσιάζεται μάλλον σαν μια κηλίδα στο οπτικό πεδίο· το σεξουαλικό καθιστά αδιαφανές το οπτικό πεδίο, την ορατή πλευρά τού «δεν υπάρχει». Ο Μιλέρ διευκρινίζει ότι δεν γίνεται εδώ αναφορά στο αίνιγμα (πεδίο του σημαίνοντος), αλλά στο φαντασιακό του σώματος ως στοιχείο συνεκτικότητας του ομιλ-όντος. Έτσι, το ερώτημα που ανακύπτει είναι: «Πώς είναι δυνατόν το άλλο ομιλ-όν να λατρεύει το δικό του σώμα και όχι το δικό μου;».[18]

Αυτή η προοπτική μού φαίνεται συναρπαστική – όχι προκειμένου να φωτίσουμε πλήρως την αδιαφάνεια, αλλά προκειμένου να αποδεχτούμε ότι το φως κοιτάζει προς εμάς, με τρόπο ώστε να μην κοιτάζουμε από πολύ κοντά, έτσι που το μυστήριο του σεξουαλικού να παραμένει.

 

Μετάφραση: Πολίνα Αγαπάκη

Επιμέλεια : Ελένη Τέντσου

 


[1] Βλ. S. Freud, « La vie sexuelle humaine »,  στο Conférences d’introduction à la psychanalyse, Gallimard, Παρίσι 1999, σ. 397.

[2] S. Freud, « La morale sexuelle “civilisée” et la maladie nerveuse des temps modernes (1908 », La Vie sexuelle, PUF, Παρίσι 1969, σ. 41.

[3] Lacan J., Mon enseignement, Seuil, Παρίσι 2005, σ. 28.

[4] INSERM, Contextes des sexualités en France, 2024, διαθέσιμο στο διαδίκτυο : https://presse.inserm.fr/wp-content/uploads/2024/11/rapp_CSF_web.pdf

[5] Στο ίδιο, σ. 39

[6] J. Lacan, Le Séminaire, livre XI, Les Quatre Concepts fondamentaux de la psychanalyse, επιμ. J.-A. Miller, Seuil, Παρίσι 1973, σ. 152.

[7]Βλ. INSERM, Contextes des sexualités en France, ό.π., σ. 40.

[8] Βλ. J. Lacan, « Kant avec Sade », στο Écrits, Seuil, Παρίσι 1966, σ. 765-790.

[9] Όπως δείχνει η στατιστική αύξηση της δηλωμένης αμφισβήτησης της ετεροφυλοφιλικής επιλογής: για καλύτερη προστασία από τις επιθέσεις. Βλ. INSERM, Contextes des sexualités en France, ό.π., σ. 40.

[10] Βλ. J. Lacan, Le Séminaire, livre XVIII, D’un discours qui ne serait pas du semblant, επιμ.  J.-A. Miller, Seuil, Παρίσι 2007, σ. 131.

[11] Βλ.. J.-A. Miller, La Conversation d’Arcachon. Cas rares. Les inclassables de la clinique, Agalma, Παρίσι 1997, σ. 260.

[12]J. Lacan, Le Séminaire, livre XVIII, D’un discours qui ne serait pas du semblant, ό.π.

[13] J. Lacan, « L’étourdit », στο Autres écrits, Seuil, Παρίσι 2001, σ. 464.

[14]J. Lacan, « Entretien au magazine Panorama », La Cause du désir, n° 88, Οκτώβριος 2014, σ. 173.

[15]E. Laurent, « Le programme de jouissance n’est pas virtuel », La Cause freudienne, n° 73, Δεκέμβριος 2009, σ. 42-49.

[16]J. Lacan, Le Séminaire, livre XXIII, Le Sinthome, επιμ. J.-A. Miller, Seuil, Παρίσι 2005, σ. 64.

[17] Παρατηρήσεις του Jacques-Alain Miller κατά τη διεξαγωγή των Journées UFORCA στις 21 & 22 Μαΐου 2011 που είχαν τίτλο «Le parlement de Montpellier, Autour du Séminaire XXIII» [Η κυβέρνηση του Μονπελιέ, Γύρω από το 23ο Σεμινάριο], ανέκδοτο.

[18] Στο ίδιο.

 

Links

Grafosfera
Lacan TV
Radio Lacan
Lacan Quotidien
 

H Παγκόσμια Εταιρεία Ψυχανάλυσης και οι Σχολές