Το παρακάτω κείμενο συντάχθηκε από τους υπεύθυνους του Ψυχαναλυτικού Ινστιτούτου του Παιδιού που δημιουργήθηκε υπό την αιγίδα του Λαϊκού Πανεπιστημίου Ζακ Λακάν. Δηλώνει τις αρχές που διέπουν την ψυχαναλυτική μας πρακτική με τα αυτιστικά παιδιά και αποτελεί θεμελιώδες σημείο αναφοράς για όλους όσοι εντάσσονται στο Λακανικό προσανατολισμό.
Το Ψυχαναλυτικό Ινστιτούτο του Παιδιού πληροφορήθηκε, τους τελευταίους αυτούς μήνες, την ύπαρξη μιας περίεργης εκστρατείας που στοχεύει στον αποκλεισμό της ψυχανάλυσης από τη φροντίδα αυτιστικών παιδιών και εφήβων. Αυτή η εκστρατεία κορυφώνεται τώρα με ένα νομοσχέδιο που προκάλεσε την αντίδραση όλων των εκπροσώπων των επαγγελματιών* καθώς και των μεγαλύτερων συλλόγων οικογενειών (UNAPEI).
Η προαναφερθείσα εκστρατεία ενεργεί μέσω ενός εντατικού lobbying που επικαλείται αξιέπαινες προθέσεις: τη βελτίωση των συνθηκών ζωής μιας κατηγορίας του πληθυσμού. Στην πραγματικότητα, οι υποστηρικτές της αποσκοπούν στην απόκτηση από τις Δημόσιες Αρχές τεράστιων επιχορηγήσεων προς όφελος των συμπεριφοριστικών μεθόδων, έτσι ώστε να προσφέρουν προκατασκευασμένες έτοιμες (ready-made) λύσεις στις οικογένειες που με αγωνία αναζητούν λύσεις εκεί όπου υπάρχει πραγματική έλλειψη θεσμικής υποδοχής.
Το Ψυχαναλυτικό Ινστιτούτο του Παιδιού, συγκεντρώνει στους κόλπους του ψυχαναλυτές, εργαζόμενους σε εξειδικευμένα ιδρύματα – ψυχιάτρους, ψυχολόγους, νοσηλευτές, λογοθεραπευτές – και επαγγελματίες της παιδικής ηλικίας – δασκάλους, παιδαγωγούς, νομικούς, γιατρούς… - οι οποίοι εργάζονται εδώ και πολλά χρόνια στο πλευρό των παιδιών που υποφέρουν, προσανατολιζόμενοι από την ψυχανάλυση, φροϋδική και λακανική, και από τις πιο σύγχρονες προόδους της κλινικής έρευνας.
Υπό αυτή την ιδιότητα, το Ψυχαναλυτικό Ινστιτούτο του Παιδιού, μέσω της Επιτροπής πρωτοβουλίας του, επιθυμεί να πάρει θέση. Πρόκειται να καταθέσουμε εδώ τις αρχές που διέπουν τη δράση μας.
1. Ας υπενθυμίσουμε ότι στη Γαλλία, από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, είναι οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι με ψυχαναλυτική εκπαίδευση που αρχίζουν να ενδιαφέρονται για την τύχη των αυτιστικών παιδιών, τα οποία μέχρι τότε τοποθετούνταν σε ψυχιατρικά νοσοκομεία ή κλειστά ιδρύματα, όπου κυριαρχούσε η διάσταση της διανοητικής έκπτωσης. Στηρίζονται στους αγγλοσάξονες ψυχαναλυτές Frances Tustin, Margaret Mahler, Donald Meltzer, στην εμπειρία από το ίδρυμα της Maud Mannoni «Το πειραματικό σχολείο του Bonneuil», καθώς και στις εργασίες των Rosine και Robert Lefort, μαθητών του Ζ. Λακάν.
Το σύνολο αυτών των εργασιών δίνει στους επαγγελματίες –ψυχιάτρους, ψυχολόγους, νοσηλευτές, λογοθεραπευτές…– την ιδέα μιας πιθανής θεραπείας και τρόπων εκμάθησης που λαμβάνουν υπόψη τους το σύμπτωμα του υποκειμένου, πέρα από τον εξαναγκασμό.
Δημιουργούνται έτσι, μέσα από το κίνημα της τομεοποίησης της ψυχιατρικής, και υπό το πρίσμα αυτής της προοπτικής, τα Νοσοκομεία Ημέρας. Το ζήτημα είναι να προσφερθεί μια υποδοχή που να μην στηρίζεται στην διανοητική έκπτωση αλλά που να λαμβάνει υπόψη της την ιδιαιτερότητα κάθε υποκειμένου. Η οικογενειακή κατάσταση αποτελεί μέρος αυτής της ιδιαιτερότητας, διότι οι οικογενειακοί αστερισμοί πόρρω απέχουν από το να είναι όλοι ίδιοι. Στα Νοσοκομεία Ημέρας υποδέχονται τους γονείς και τους ακούνε. Τα παιδιά ή οι έφηβοι γίνονται δεκτοί σε μικρές ομάδες, και τους ζητείται να συμμετάσχουν σε «εργαστήρια» όπου μπορούν να ξεδιπλώσουν τα ενδιαφέροντά τους. Κατά τη διάρκεια του φαγητού, του παιχνιδιού, της μελέτης, δοκιμάζουν καινούργιες σχέσεις με τα αντικείμενα και τα αιτήματα, με ό,τι δηλαδή δομεί τον κόσμο όλων των παιδιών, αλλά απέναντι στα οποία τα παιδιά με αυτισμό αμύνονται.
2. Αυτή η μακρά εμπειρία διάγνωσης, υποστήριξης των οικογενειών και σχεδιασμού μιας πορείας ειδικά για τις ανάγκες του καθενός υπήρξε το αντικείμενο πολυάριθμων δημοσιεύσεων και εργασιών. Δεν θα είχε μπορέσει να υποστηριχθεί χωρίς την καθημερινή αναφορά στην ψυχανάλυση, στο σύνολο των κειμένων της, στη ζωντανή διδασκαλία της. Πώς να προσδιορίσουμε σήμερα τη θέση της ψυχανάλυσης στη θεραπεία του αυτιστικού παιδιού; Προτείνουμε 5 άξονες δράσης:
- Η ψυχαναλυτική εκπαίδευση, δηλαδή η εμπειρία μιας προσωπικής ψυχανάλυσης, παρέχει στους εργαζόμενους ένα ισχυρό εργαλείο για να προσδιορίσουν τη δράση τους με τα αυτιστικά υποκείμενα στη σωστή απόσταση, κρατώντας μια απόσταση από τα ιδεώδη της κανονικοποίησης ή της κανονικότητας, που είναι ασυμβίβαστες με την επαγγελματική φροντίδα των υποκειμένων που υποφέρουν.
- Ο σεβασμός της θέσης του υποκειμένου αποτελεί πράγματι την πυξίδα που προσανατολίζει αυτή τη δράση. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να αφήσουμε το παιδί ή τον έφηβο στο έλεος των στερεοτυπιών του, των επαναλήψεών του, της ηχολαλίας του, αλλά, θεωρώντας τες ως μια πρωταρχική θεραπεία που έχει επεξεργαστεί το ίδιο το παιδί για να αμυνθεί, να εισάγουμε, μέσω της διακριτικής παρουσίας μας, καινούργια στοιχεία που θα εμπλουτίσουν τον «κόσμο του αυτισμού».
- Το διακύβευμα έγκειται κατ’ αρχάς στο να μπορέσει να εντοπιστεί για το παιδί το άγχος ή η αμηχανία που εκλύονται από το κάλεσμα ενός άλλου καθώς και η ανάμειξη των σωματικών λειτουργιών που συνδέονται με αυτό το αίτημα –να φάει και να αφήνεται να τραφεί, να απολέσει τα ουρο-πρωκτικά αντικείμενα, να κοιτάζει και να το κοιτάζουν, να ακούει και να το ακούν. Οι ψυχαναλυτές έχουν εδώ και καιρό παρατηρήσει ότι πολυάριθμα σοβαρά συμπτωματικά χαρακτηριστικά εμφανίζονται ως παρέμβλητα τελετουργικά. Η δημιουργία, ή η ανακάλυψη από το παιδί ενός «αυτιστικού αντικειμένου», όποια κι αν είναι η μορφή του, αποτελεί συχνά μια γόνιμη διέξοδο για να δημιουργήσει καινούργιους δεσμούς και χώρους, πιο ελεύθερους από τους «αυτιστικούς» καταναγκασμούς.
- Οι ψυχαναλυτές δεν αντιτίθενται καθόλου στην εγγραφή των αυτιστικών παιδιών σε προγράμματα εκμάθησης. Αντιθέτως, τονίζουν πως το αυτιστικό παιδί είναι αρκετά συχνά «εν εργασία». Οι αποκαλούμενοι αυτιστικοί «υψηλής λειτουργικότητας» μας αποδεικνύουν σε αυτό τον τομέα μια υπερβολική επένδυση της σκέψης, της γλώσσας και του γνωστικού πεδίου, όπου ανακαλύπτουν νέους πρωτόγνωρους πόρους. Γενικότερα, για όλα τα παιδιά, οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας προσπαθούν να ευνοήσουν τις παιδαγωγικές και εκπαιδευτικές προσεγγίσεις που προσαρμόζονται στις κοινωνικές και γνωστικές ιδιαιτερότητες των αυτιστικών παιδιών. Μέσα στο πλαίσιο του Ψυχαναλυτικού Ινστιτούτου του Παιδιού, δάσκαλοι και ειδικοί παιδαγωγοί καταθέτουν ό,τι έχουν επεξεργαστεί μαζί με το παιδί ή τον έφηβο.
- Αντιθέτως, οι ψυχαναλυτές αντιτάσσονται δυναμικά απέναντι στις αποκαλούμενες μεθόδους «εντατικής εκμάθησης», που στην πραγματικότητα είναι μέθοδοι εξαρτημένης συμπεριφοράς οι οποίες χρησιμοποιούν το lobbying, και μάλιστα τον εκφοβισμό, για να προωθήσουν απολυταρχικές και συνολικές «θεραπείες», που αυτοανακηρύσσονται ως οι μόνες έγκυρες για την αντιμετώπιση του αυτισμού. Ενάντια σε αυτή την απλούστευση, χρειάζεται να διαφοροποιήσουμε τις διαφορετικές προσεγγίσεις εκμάθησης. Οι ψυχαναλυτές και οι εργαζόμενοι σε εξειδικευμένα ιδρύματα, που είναι ενταγμένοι στο πλαίσιο του Ψυχαναλυτικού Ινστιτούτου του Παιδιού, εκπροσωπώντας όλες τις επαγγελματικές κατηγορίες που ασχολούνται με την παιδική ηλικία, δηλώνουν ότι υποστηρίζουν, όσον αφορά τα αυτιστικά παιδιά και εφήβους, τα συστήματα φροντίδας και εκπαίδευσης που υπάρχουν στη Γαλλία, στο βαθμό που επιτρέπουν την κατανομή των διαφορετικών ευθυνών που αναλογούν στους επαγγελματίες υγείας, εκπαίδευσης και στους γονείς.
3. Οι σύγχρονες ταξινομήσεις των ψυχικών διαταραχών –ειδικότερα το DSM– δημιουργούν μια μεγάλη σύγχυση στη συζήτηση, τοποθετώντας στο ίδιο διαγνωστικό επίπεδο ορισμένα συμπτώματα της παιδικής ηλικίας όπως ο τραυλισμός ή η ενούρηση, τις «διαταραχές» που σχετίζονται με μια κοινωνική κανονικότητα (όπως η «εναντιωτική προκλητική διαταραχή» ή οι «διαταραχές της διαγωγής») και τον αυτισμό («αυτιστική διαταραχή»). Ο αυτισμός, και οι διάφορες μορφές του, είναι έτσι απομονωμένος ως η μόνη πραγματική κλινική εικόνα της κατηγορίας «Διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές». Οι συζητήσεις που γίνονται για τη συνέχεια του «φάσματος του αυτισμού», για το αν ενδείκνυται η διατήρηση των λεγόμενων «Asperger» στην κατηγορία των διάχυτων αναπτυξιακών διαταραχών, αποδεικνύουν πόσο ασταθής είναι αυτή η κατηγορία. Στο εσωτερικό αυτού του «φάσματος», πρέπει να εξετάσουμε λεπτομερώς τα φαινόμενα που κατακλύζουν το σώμα και να εντοπίσουμε τις παράξενες και ανησυχητικές εκδηλώσεις που το βασανίζουν. Οι ψυχαναλυτές και οι πολυάριθμοι επαγγελματίες λακανικού προσανατολισμού συνοδεύουν έτσι πολλά παιδιά και εφήβους σε αυτήν την επεξεργασία που τους επιτρέπει να διατηρήσουν ή να βρουν μια θέση μέσα στον οικογενειακό ή κοινωνικό δεσμό. Οι γονείς μπορούν λοιπόν να μιλήσουν για ορισμένα χαρακτηριστικά του παιδιού τους, να κατανοήσουν την αξία τους, παρά τον παράξενο χαρακτήρα τους. Αυτή η εργασία είναι αναγκαστικά μακρόχρονη, καθώς προϋποθέτει ότι πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τη διαφορετικότητα του παιδιού η οποία έρχεται σε αντίθεση με τις προσδοκίες και τις επιθυμίες που περιβάλλουν την παρουσία του στον κόσμο. Ο ψυχαναλυτής που είναι σε θέση να δέχεται αυτή την οδύνη, οφείλει να φροντίσει την οδύνη των γονέων και να τους υποστηρίξει στη δοκιμασία τους.
4. Οι πολλαπλές αιτιολογικές υποθέσεις –γενετική, εμβολιασμός, νευρογνωσιακή κλπ– που παρουσιάζονται ως επιστημονικές αλήθειες, κυκλοφορούν σε διάφορα μέσα ενημέρωσης και πανικοβάλλουν τις οικογένειες, ενώ συνήθως βασίζονται σε ένα άρθρο δημοσιευμένο σε κάποιο περιοδικό, για το οποίο θα μάθουμε κάποιους μήνες ή χρόνια αργότερα πως ήταν μεροληπτικό. Αυτές οι αιτιολογικές υποθέσεις ανάγουν τον αυτισμό αποκλειστικά σε μια αναπτυξιακή διαταραχή, παρουσιάζοντάς τον ως μια γενετική και μάλιστα επιδημική ασθένεια. Ενισχύονται με το νόμο του 2005 για την αναπηρία, ο οποίος ωστόσο δεν στοχεύει ουδόλως σε μια ετυμηγορία του τύπου «Είναι μια αναπηρία, άρα δεν πρόκειται για αρρώστια», αλλά τουναντίον στο να επιτρέπει έναν κατάλληλο για το παιδί προσανατολισμό και μια βοήθεια για την οικογένεια. Πολλά πρέπει ακόμη να γίνουν ως προς αυτά, και οι σύλλογοι γονέων είναι μια αναπόφευκτη και απαραίτητη δύναμη ώστε να μπορέσουν να προχωρήσουν τα κατάλληλα προγράμματα, ειδικότερα για τα πολύ μικρά παιδιά, τους εφήβους και τους νεαρούς ενήλικες. Με αυτή την έννοια, η ανακήρυξη του αυτισμού ως μέγα εθνικό ζήτημα, δεν θα μπορούσε παρά να χαροποιήσει όλους εκείνους που είναι κινητοποιημένοι στα θεραπευτικά πλαίσια που προσφέρονται σε παιδιά και εφήβους με αυτισμό.
5. Οι ψυχαναλυτές παρακολουθούν όλες τις επιστημονικές συζητήσεις γύρω από τα αίτια του παιδικού αυτισμού. Όποια κι αν είναι αυτά, δεν μπορούν να αναγάγουν το υποκείμενο σε μια μηχανή. Οι ψυχαναλυτές λαμβάνουν υπόψη τους την οδύνη που συναντούν, υποστηρίζουν τα ιδρύματα και τις πρακτικές που εγγυώνται ότι θα αντιμετωπιστούν με σεβασμό το παιδί και η οικογένειά του σε αυτή την υποκειμενική τους στιγμή. Διευκολύνουν, κάθε φορά που αυτό είναι δυνατόν, την ένταξη του παιδιού σε κοινωνικούς δεσμούς που δεν θα το βλάψουν. Δεν κατέχουν την «ψυχολογική» αλήθεια για τον αυτισμό, δεν προωθούν κάποια συγκεκριμένη «εκπαιδευτική μέθοδο». Είναι οι φορείς ενός ξεκάθαρου μηνύματος για το αυτιστικό υποκείμενο, για τους γονείς του, και για όλους εκείνους που, σε ίδρυμα ή σε ατομική θεραπεία, αναλαμβάνουν το ρόλο και το στοίχημα να τους συνοδεύσουν – και μεταξύ αυτών είναι και οι ψυχαναλυτές: είναι δυνατόν να κατασκευαστεί ένας κόσμος διαφορετικός από τον κόσμο της άμυνας ή της προφύλαξης όπου είναι κλεισμένο το αυτιστικό παιδί. Είναι δυνατόν να κατασκευαστεί ένας καινούργιος δεσμός του υποκειμένου με το σώμα του. Η προσπάθεια όλων στοχεύει στο να αποδειχθεί κλινικά αυτή η δυνατότητα.
Μετάφραση: Πολίνα Αγαπάκη, Επαμεινώνδας Θεοδωρίδης, Ναυσικά Παπανικολάου
* Collectif des 39: http://www.oedipe.org/fr/actualites/autisme39
Syndicat de Psychiatres des Hôpitaux: http://www.sphweb.info?spip.php?article937
Η επιτροπή πρωτοβουλίας του Ψυχαναλυτικού Ινστιτούτου του Παιδιού
Judith Miller (Paris) - Dr. Jean-Robert Rabanel (Clermont-Ferrand),Dr. Daniel Roy (Bordeaux) - Dr. Alexandre Stevens (Bruxelles)